amedrentarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

amedrentarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "amedrentarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/a.me.ðɾenˈtaɾ.se/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "amedrentarse" σημαίνει να τρομάζει κανείς ή να αισθάνεται φόβο. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει ότι κάποιος νοιώθει φόβο ή ανησυχία μπροστά σε μια απειλή ή μια δύσκολη κατάσταση. Είναι αρκετά κοινή στη γλώσσα, με υψηλή συχνότητα χρήσης και παρατηρείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Ella se amedrenta fácilmente en la oscuridad.
  2. Αυτή τρομάζει εύκολα στο σκοτάδι.

  3. Los niños se amedrentaron al escuchar el trueno.

  4. Τα παιδιά τρομάξαν όταν άκουσαν την κεραυνό.

  5. No debemos amedrentarnos ante los desafíos.

  6. Δεν πρέπει να τρομάξουμε μπροστά στις προκλήσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "amedrentarse" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον φόβο και την ανασφάλεια.

  1. No hay que amedrentarse por los problemas.
  2. Δεν πρέπει να τρομάζουμε από τα προβλήματα.

  3. A veces, es bueno amedrentarse un poco para reflexionar.

  4. Κάποιες φορές είναι καλό να τρομάζουμε λιγάκι για να σκεφτούμε.

  5. Si te amedrentas, perderás la oportunidad.

  6. Αν τρομάξεις, θα χάσεις την ευκαιρία.

  7. Amedrentarse no es una opción en momentos críticos.

  8. Το να τρομάξεις δεν είναι επιλογή σε κρίσιμες στιγμές.

Ετυμολογία

Η λέξη "amedrentarse" προέρχεται από το ρινό ρημα "amedrentar", που σημαίνει "να τρομάξει", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "ad + terrere", όπου "ad" σημαίνει "προς" και "terrere" σημαίνει "τρομάζω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - asustarse - atemorizarse - inquietarse

Αντώνυμα: - tranquilizarse - calmarse - enfrentar

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σφαιρική εικόνα για τη λέξη "amedrentarse", την εκφραστικότητα και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.



23-07-2024