Το "amedrentarse" είναι ρήμα.
/a.me.ðɾenˈtaɾ.se/
Η λέξη "amedrentarse" σημαίνει να τρομάζει κανείς ή να αισθάνεται φόβο. Χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει ότι κάποιος νοιώθει φόβο ή ανησυχία μπροστά σε μια απειλή ή μια δύσκολη κατάσταση. Είναι αρκετά κοινή στη γλώσσα, με υψηλή συχνότητα χρήσης και παρατηρείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Αυτή τρομάζει εύκολα στο σκοτάδι.
Los niños se amedrentaron al escuchar el trueno.
Τα παιδιά τρομάξαν όταν άκουσαν την κεραυνό.
No debemos amedrentarnos ante los desafíos.
Η λέξη "amedrentarse" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον φόβο και την ανασφάλεια.
Δεν πρέπει να τρομάζουμε από τα προβλήματα.
A veces, es bueno amedrentarse un poco para reflexionar.
Κάποιες φορές είναι καλό να τρομάζουμε λιγάκι για να σκεφτούμε.
Si te amedrentas, perderás la oportunidad.
Αν τρομάξεις, θα χάσεις την ευκαιρία.
Amedrentarse no es una opción en momentos críticos.
Η λέξη "amedrentarse" προέρχεται από το ρινό ρημα "amedrentar", που σημαίνει "να τρομάξει", το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "ad + terrere", όπου "ad" σημαίνει "προς" και "terrere" σημαίνει "τρομάζω".
Συνώνυμα: - asustarse - atemorizarse - inquietarse
Αντώνυμα: - tranquilizarse - calmarse - enfrentar
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σφαιρική εικόνα για τη λέξη "amedrentarse", την εκφραστικότητα και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.