amenidad: ουσιαστικό (feminine noun)
/ameˈniðað/
Η λέξη amenidad αναφέρεται σε κάτι ευχάριστο ή ευχάριστο που προσφέρει άνεση και ικανοποίηση. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανέσεις σε χώρους όπως ξενοδοχεία, σπίτια ή δημόσιους χώρους. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά και σε καθημερινές συνομιλίες, αν και μπορεί να απαντήσουν περισσότερο σε γραπτά κείμενα.
Το σπίτι έχει πολλές ανέσεις, όπως πισίνα, γυμναστήριο και κήπο.
Los hoteles de lujo ofrecen amenidades excepcionales a sus huéspedes.
Τα πολυτελή ξενοδοχεία προσφέρουν εξαιρετικές ανέσεις στους πελάτες τους.
La amenidad de este parque atrae a muchas familias los fines de semana.
Η λέξη amenidad δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις που αναφέρονται σε άνεση και ευχάριστη ατμόσφαιρα.
Αυτό το ξενοδοχείο είναι η ευχάριστη εμπειρία που έγινε πραγματικότητα.
Las amenidades que ofrece el club son impresionantes.
Οι ανέσεις που προσφέρει το κλαμπ είναι εντυπωσιακές.
Conversar en un ambiente de amenidad es más agradable.
Η λέξη amenidad προέρχεται από το λατινικό "amoenitate", το οποίο σημαίνει "ευχάριστο" ή "ευχάριστη κατάσταση". Εμφανίζεται στα Ισπανικά τον 19ο αιώνα, με την έννοια της παροχής άνεσης ή ευχαρίστησης.
Συνώνυμα: - comodidad (άνεση) - placer (ευχαρίστηση) - confort (άνεση)
Αντώνυμα: - incomodidad (δυσφορία) - desagrado (δυσαρέσκεια) - incomodidad (ανεπιθύμητη κατάσταση)
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν τη χρήση και τη σημασία της λέξης amenidad στην ισπανική γλώσσα.