Ameno είναι επίθετο καθώς επίσης και ουσιαστικό στα Ισπανικά.
/aˈmeno/
Η λέξη "ameno" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ευχάριστο, ευκολοφόρετο ή ελκυστικό. Αφορά συνήθως μέρη που είναι ευχάριστα για να βρίσκονται ή περιβάλλοντα που προκαλούν ευχαρίστηση. Χρησιμοποιείται συχνά και σε γραπτές και προφορικές επικοινωνίες, αν και η συχνότητα χρήσης μπορεί να είναι πιο αυξημένη σε λογοτεχνικά κείμενα.
Παράδειγμα προτάσεων:
- El jardín es un lugar ameno para relajarse.
Ο κήπος είναι ένα ευχάριστο μέρος για να χαλαρώσετε.
- Pasamos una tarde amena en casa de nuestros amigos.
Περάσαμε μια ευχάριστη απογευματινή ώρα στο σπίτι των φίλων μας.
Η λέξη "ameno" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
Un ambiente ameno
Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα περιβάλλον που είναι ευχάριστο και φιλόξενο.
La reunión tuvo un ambiente ameno y cordial.
Η συνάντηση είχε ένα ευχάριστο και φιλικό κλίμα.
Una conversación amena
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια ενδιαφέρουσα και ευχάριστη συνομιλία.
Disfrutamos de una conversación amena durante la cena.
Απολαύσαμε μια ευχάριστη συνομιλία κατά τη διάρκεια του δείπνου.
Un paseo ameno
Τις περισσότερες φορές αναφέρεται σε έναν ευχάριστο περίπατο.
Tuvimos un paseo ameno por el parque ayer.
Είχαμε έναν ευχάριστο περίπατο στο πάρκο χθες.
Η λέξη "ameno" προέρχεται από το Λατινικό "amenus", το οποίο σημαίνει "ευχάριστος, ευγενής".
Συνώνυμα: - Placentero (ευχάριστος) - Atractivo (ελκυστικός)
Αντώνυμα: - Inhóspito (μη φιλόξενος) - Desagradable (μη ευχάριστος)