Το "ameritar" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή είναι: [ameɾiˈtaɾ]
Το "ameritar" σημαίνει να αξίζεις κάτι ή να έχεις αξία. Χρησιμοποιείται όταν αναφέρεται σε κάποιον ή σε κάτι που αξίζει αναγνώριση, εκτίμηση ή βραβείο. Είναι πιο συχνό στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Είναι σημαντικό να αξιώσουμε την προσπάθεια κάθε ενός στην ομάδα.
No se amerita el talento de los jóvenes artistas.
Στα Ισπανικά, το "ameritar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την αναγνώριση και την αξία.
Αξιολογήστε την εργασία της ομάδας.
Es necesario ameritar las contribuciones de todos.
Είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε τις συνεισφορές όλων.
ameritar la dedicación en cualquier proyecto.
να αναγνωρίσετε την αφοσίωση σε οποιοδήποτε έργο.
Siempre debemos ameritar el sacrificio de quienes luchan por sus ideales.
Η λέξη "ameritar" προέρχεται από το ισπανικό "mérito", που σημαίνει "άξιο" ή "αξία". Το "ameritar" είναι συνδυασμός του προθετικού στοιχείου "a-" και του ριζικού "merit-" που σχετίζεται με την αξία.