Η λέξη "ametralladora" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ametraʝaˈðoɾa/
Η λέξη "ametralladora" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - Πολυβόλο
Η λέξη "ametralladora" αναφέρεται σε ένα στρατιωτικό ή πολιτικό όπλο που είναι ικανό να πυροβολεί πολλές σφαίρες το δευτερόλεπτο. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικά και πολιτικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι περισσότερη στον γραπτό λόγο, ιδίως σε κείμενα που σχετίζονται με στρατιωτική ιστορία ή κοινωνιολογία.
La ametralladora fue utilizada durante la guerra.
Το πολυβόλο χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου.
La policía confiscó una ametralladora en la operación.
Η αστυνομία κατέσχεσε ένα πολυβόλο στην επιχείρηση.
El ruido de la ametralladora asustó a todos en el vecindario.
Ο ήχος του πολυβόλου τρομοκράτησε όλους στη γειτονιά.
Η λέξη "ametralladora" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο είναι δυνατό να ενσωματωθεί σε κάποιες φράσεις που περιγράφουν βία ή πόλεμο. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Con una ametralladora en mano, nadie se atreve a desafiarlo.
Με ένα πολυβόλο στο χέρι, κανείς δεν τολμά να τον αμφισβητήσει.
En la película, el protagonista usa una ametralladora para defenderse.
Στην ταινία, ο πρωταγωνιστής χρησιμοποιεί ένα πολυβόλο για να αμυνθεί.
La ametralladora responde al ataque enemigo sin piedad.
Το πολυβόλο απαντά στην εχθρική επίθεση χωρίς έλεος.
Los soldados avanzaron con la ametralladora lista para disparar.
Οι στρατιώτες προχώρησαν με το πολυβόλο έτοιμο να πυροβολήσουν.
Η λέξη "ametralladora" προέρχεται από το γαλλικό "mitrailleuse", που σημαίνει πολυβόλο, και έχει ρίζες που σχετίζονται με την έννοια της "σκόνης" ή "πολλών", αναφερόμενη στη δυνατότητα του όπλου να πυροβολεί πολλές σφαίρες.