amigable: επίθετο
/amiˈɣable/
Η λέξη "amigable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι φιλικός, ευγενής ή πρόθυμος να δημιουργήσει ή να διατηρήσει φιλίες. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε διαδικασίες ή συμφωνίες που διεξάγονται με καλές προθέσεις μεταξύ των μερών. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις και σε γραπτό κείμενο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε προφορικές αλληλεπιδράσεις.
El clima en la reunión fue muy amigable.
(Η ατμόσφαιρα στη συνάντηση ήταν πολύ φιλική.)
Es importante ser amigable con los nuevos compañeros de trabajo.
(Είναι σημαντικό να είσαι φιλικός με τους νέους συναδέλφους.)
Η λέξη "amigable" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη φιλία και τις interpersonal σχέσεις.
Tener un trato amigable.
(Έχω μια φιλική σχέση.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η σχέση μεταξύ ανθρώπων είναι ευχάριστη και φιλική.
Ser amigable con los demás.
(Είμαι φιλικός με τους άλλους.)
Αναφέρεται σε μια διάθεση ή συμπεριφορά που προάγει τη φιλία.
Manten un tono amigable en la conversación.
(Διατήρησε έναν φιλικό τόνο στη συζήτηση.)
Δίνει έμφαση σε μια ευχάριστη και φιλική προσέγγιση κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας.
Crear un ambiente amigable.
(Δημιουργώ μια φιλική ατμόσφαιρα.)
Χρησιμοποιείται συχνά σε εργασιακά ή κοινωνικά περιβάλλοντα για να υποδηλώσει την ανάγκη για ευχάριστες σχέσεις.
Η λέξη "amigable" προέρχεται από την ισπανική λέξη "amigo" (φίλος) με το προσδιοριστικό επίθημα "-able", το οποίο υποδηλώνει ικανότητα ή δυνατότητα, επομένως σημαίνει "ικανός να είναι φίλος".
Συνώνυμα: amigoso, cordial, simpático
Αντώνυμα: hostil, antipático, desagradable