Ουσιαστικό
/amigo/
Το "amigo" στα ισπανικά σημαίνει "φίλος". Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική ισπανική γλώσσα. Είναι ένα αρκετά συνηθισμένο και καθημερινό λεξιλόγιο.
Ενεστώτας: amigo
Παρατατικός: amigo
Συντελεσμένος: he sido amigo
Μέλλοντας: seré amigo
Υποτακτική: sea amigo
Παρακείμενος: he sido amigo
Μέλλοντας συντελεσμένος: habré sido amigo
Προστακτική: sé amigo
Υποτακτική παρατατικού: fuera amigo
Υποτακτική παρακείμενου: haya sido amigo
Υποτακτική μέλλοντα: fuere amigo
Το "amigo" συμμετέχει σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα: 1. Hacerse el amigo: Να προσποιείται κάποιος τον φίλο. 2. Tener amigos hasta en el infierno: Να έχει κάποιος πολλούς φίλους. 3. Un amigo en la necesidad es un amigo de verdad: Ο φίλος στη δυσκολία είναι ο πραγματικός φίλος. 4. Amigos como hermanos: Φίλοι σαν αδέλφια. 5. Echar de amigo a: Κάνει κάποιον να νιώσει ότι είναι φίλος.
Η λέξη "amigo" προέρχεται από τη λατινική λέξη "amicus", η οποία σημαίνει "φίλος".
Συνώνυμα: compañero, camarada, aliado
Αντίθετα: enemigo, detractor, rival