Το "amnistiar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [amnistjaɾ]
Η λέξη "amnistiar" σημαίνει να παρέχεις αμνησία ή να αποδεσμεύεις κάποιον από ποινικές ευθύνες ή αδικήματα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και πολιτικά πλαίσια, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που σχετίζονται με την αμνηστία για αδικήματα, συνήθως από κυβερνήσεις. Η χρήση της είναι συχνή, κυρίως σε γραπτό λόγο που σχετίζεται με νομικές ή πολιτικές συζητήσεις, αλλά εμφανίζεται επίσης και στον προφορικό λόγο όταν συζητώνται θέματα δικαιοσύνης και πολιτικών.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να αμνηστεύσει τους πολιτικούς κρατούμενους.
Es importante amnistiar a aquellos que cometieron errores por desesperación.
Είναι σημαντικό να αμνηστεύσουμε αυτούς που έκαναν λάθη από απελπισία.
La ley de amnistía fue aprobada por el parlamento el año pasado.
Πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι ζητούν αμνηστεία για τις παρελθούσες πράξεις τους.
Conceder amnistía.
Ο πρόεδρος αποφάσισε να παραχωρήσει αμνηστία σε συγκεκριμένες ομάδες.
Anunciar una amnistía.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια αμνηστία για όσους παραδοθούν.
Amnistía general.
Η λέξη "amnistiar" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ἀμνηστία" (amnestia), που σημαίνει «λησμονιά» ή «αμνηστία». Η χρήση της ελληνικής ρίζας σχετίζεται με τη διαγραφή ποινών ή την αφαίρεση ευθυνών.
Συνώνυμα: - Indultar (χαρίζω) - Perdonar ( συγχωρώ)
Αντώνυμα: - Condenar (καταδικάζω) - Acusar (κατηγορώ)