Η λέξη "amoladora" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/a.mo.laˈðo.ɾa/
Η λέξη "amoladora" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα εργαλείο ή μηχανή που χρησιμοποιείται για την λείανση ή την απόξεση επιφανειών. Συνήθως, σχετίζεται με τη βιομηχανία και την κατασκευή, όπου χρησιμοποιείται για την επίτευξη λείων και ομαλών επιφανειών σε υλικά όπως το μέταλλο ή το ξύλο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή στον τεχνικό τομέα και τη βιομηχανία, ενώ μπορεί να χρησιμοποιείται και σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο.
Ο λειαντήρας είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για τη δουλειά της μεταλλοτεχνίας.
Utilicé una amoladora para alisar la madera antes de pintarla.
Χρησιμοποίησα έναν γυαλιστήρα για να λειαίνω το ξύλο πριν το βάψω.
La amoladora hace el trabajo más rápido y eficiente.
Η λέξη "amoladora" δεν αποτελεί συνήθως σημαντικό μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει συγκεκριμένες έννοιες ή καταστάσεις.
Η σωστή χρήση του λειαντήρα είναι κρίσιμη για την αποφυγή ατυχημάτων.
Sin la amoladora, el proceso de pulido sería muy laborioso.
Χωρίς τον λειαντήρα, η διαδικασία γυαλίσματος θα ήταν πολύ χρονοβόρα.
Una amoladora de buena calidad puede hacer una gran diferencia en el resultado final.
Η λέξη "amoladora" προέρχεται από το ρήμα "amolar", το οποίο σημαίνει "να λείανεις" ή "να γυαλίζεις". Κατά συνέπεια, η λέξη δηλώνει το εργαλείο που χρησιμοποιείται για αυτή τη διαδικασία.
Συνώνυμα: - Lijadora (γυαλιστήρας) - Pulidora (γυαλιστικό)
Αντώνυμα: - Desgastar (να φθείρεις) - Erosionador (διαβρωτής)