Η λέξη "amolar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /aˈmo.laɾ/
Η λέξη "amolar" χρησιμοποιείται κυρίως στη γενική ομιλία και αναφέρεται στην ιδέα του να κάνεις κάποιον να νιώσει άβολα ή να τον ενοχλείς. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και κυρίως στην Ισπανία και κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
"No amoles, que estoy trabajando."
(Μη με ενόχλησες, γιατί εργάζομαι.)
"Siempre me amola cuando habla de eso."
(Με ενοχλεί πάντα όταν μιλάει γι' αυτό.)
Η λέξη "amolar" εμφανίζεται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Amolar el ambiente."
(Να δημιουργείς άσχημο κλίμα.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι κάνεις μια κατάσταση αρνητική ή αγχωτική.
"Me amoló con sus quejas."
(Με ενόχλησε με τις παρατηρήσεις του.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος επαναλαμβάνει συνεχώς παράπονα.
"Deja de amolar y disfruta."
(Σταμάτα να ενοχλείς και απόλαυσε.)
Εδώ η έκφραση καλεί κάποιον να σταματήσει να ανησυχεί και να απολαύσει τη ζωή.
Η ετυμολογία της λέξης "amolar" προέρχεται από το ισπανικό "molar", που σημαίνει "να αρέσει", με τον αστερισμό "a-" που υποδηλώνει δράση ή αλλαγή κατάστασης.
Συνώνυμα: - molestar (ενοχλώ) - fastidiar (δυσαρεστώ)
Αντώνυμα: - agradar (αρέσω) - complacer (ικανοποιώ)