Ρήμα
[aˈmoldar]
Η λέξη "amoldar" στα Ισπανικά σημαίνει να προσαρμόζεις ή να διαμορφώνεις κάτι ώστε να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες απαιτήσεις ή προδιαγραφές. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια τόσο γραπτού όσο και προφορικού λόγου. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά, κυρίως σε περιβάλλοντα που αφορούν την κατασκευή, τη μόδα ή την αλλαγή συμπεριφοράς.
Είναι σημαντικό να προσαρμόσετε το σχέδιο στις ανάγκες του πελάτη.
Tenemos que amoldar el horario de trabajo a las actividades escolares.
Πρέπει να διαμορφώσουμε το πρόγραμμα εργασίας με βάση τις σχολικές δραστηριότητες.
El material es fácil de amoldar.
Η λέξη "amoldar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Είναι απαραίτητο να προσαρμοστείς στις μεταβαλλόμενες περιστάσεις για να έχεις επιτυχία.
Amoldar el carácter
Οι προκλήσεις στη ζωή μας βοηθούν να διαμορφώσουμε τον χαρακτήρα μας.
Amoldar el futuro
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "moldare", το οποίο σημαίνει "διαμορφώνω" ή "πλάθω", και σχετίζεται με τη διαδικασία που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ή την προσαρμογή υλικών.
Συνώνυμα: - adaptar (προσαρμόζω) - ajustar (ρυθμίζω) - configurar (ρυθμίζω)
Αντώνυμα: - desamoldar (αποσυνθέτω) - endurecer (σκληραίνω) - desajustar (απορυθμίζω)