Το "amonestar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /amo.nes'taɾ/
Η λέξη "amonestar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της επιβολής μιας προειδοποίησης ή μίας μορφής ποινής ή κριτικής για λανθασμένη ή ανάρμοστη συμπεριφορά. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, ειδικά σε επίσημες ή εκπαιδευτικές καταστάσεις. Είναι σχετικά συχνή στη χρήση, αλλά μπορεί να είναι περισσότερο διαδεδομένη σε γραπτές μορφές, όπως σε αναφορές ή νομικά έγγραφα.
"El profesor decidió amonestar a los alumnos por su falta de respeto."
(Ο καθηγητής αποφάσισε να επιπλήξει τους μαθητές για την έλλειψη σεβασμού.)
"El oficial de policía tiene la autoridad para amonestar a los infractores."
(Ο αστυνόμος έχει την εξουσία να προειδοποιεί τους παραβάτες.)
Η λέξη "amonestar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
"Amonestar con un toque de ironía."
(Επιπλήττω με μια δόση ειρωνείας.)
"Se suele amonestar a los empleados por llegar tarde."
(Συνήθως επιπλήττονται οι υπάλληλοι για το να φτάνουν αργά.)
"Cuando amonestan, a veces olvidan lo que también hicieron mal."
(Όταν επιπλήττουν, μερικές φορές ξεχνούν τι έκαναν και αυτοί λάθος.)
"No es justo amonestar a alguien sin darles la oportunidad de explicar."
(Δεν είναι δίκαιο να επιπλήττεις κάποιον χωρίς να τους δώσεις την ευκαιρία να εξηγήσουν.)
Η λέξη "amonestar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "amonestare", που σημαίνει "να προειδοποιείς" ή "να συμβουλεύεις".