amonestar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

amonestar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "amonestar" είναι ρήμα.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /amo.nes'taɾ/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "amonestar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της επιβολής μιας προειδοποίησης ή μίας μορφής ποινής ή κριτικής για λανθασμένη ή ανάρμοστη συμπεριφορά. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, ειδικά σε επίσημες ή εκπαιδευτικές καταστάσεις. Είναι σχετικά συχνή στη χρήση, αλλά μπορεί να είναι περισσότερο διαδεδομένη σε γραπτές μορφές, όπως σε αναφορές ή νομικά έγγραφα.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. "El profesor decidió amonestar a los alumnos por su falta de respeto."
    (Ο καθηγητής αποφάσισε να επιπλήξει τους μαθητές για την έλλειψη σεβασμού.)

  2. "El oficial de policía tiene la autoridad para amonestar a los infractores."
    (Ο αστυνόμος έχει την εξουσία να προειδοποιεί τους παραβάτες.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "amonestar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:

  1. "Amonestar con un toque de ironía."
    (Επιπλήττω με μια δόση ειρωνείας.)

  2. "Se suele amonestar a los empleados por llegar tarde."
    (Συνήθως επιπλήττονται οι υπάλληλοι για το να φτάνουν αργά.)

  3. "Cuando amonestan, a veces olvidan lo que también hicieron mal."
    (Όταν επιπλήττουν, μερικές φορές ξεχνούν τι έκαναν και αυτοί λάθος.)

  4. "No es justo amonestar a alguien sin darles la oportunidad de explicar."
    (Δεν είναι δίκαιο να επιπλήττεις κάποιον χωρίς να τους δώσεις την ευκαιρία να εξηγήσουν.)

Ετυμολογία

Η λέξη "amonestar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "amonestare", που σημαίνει "να προειδοποιείς" ή "να συμβουλεύεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024