amontar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Το "amontar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή
amontar: /amonˈtaɾ/
Πώς χρησιμοποιείται
Η λέξη "amontar" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να σημαίνει "φορτώνω, αναρτώ, στοιβάζω". Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές Προτάσεις
- ¿Puedes amontar la leña en el jardín? (Μπορείς να στοιβάσεις τα ξύλα στον κήπο;)
- El campesino tuvo que amontar la paja en el granero. (Ο αγρότης έπρεπε να στοιβάξει το σανίδι στη φούρνο.)
Ετυμολογία
Η λέξη "amontar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "admontāre".
Συνώνυμα και Αντώνυμα
- Συνώνυμα: apilar, acumular, empilar
- Αντώνυμα: desmontar, deshacer