Amontonar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /a.mon.toˈnaɾ/
Οι βασικές μεταφράσεις του "amontonar" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - στοιβάζω - συγκεντρώνω - σωρεύω
Η λέξη amontonar χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει τη διαδικασία της στοιβασίας ή της συγκέντρωσης αντικειμένων το ένα πάνω στο άλλο. Είναι αρκετά κοινή και χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο.
Necesitamos amontonar las cajas en la esquina.
(Πρέπει να στοιβάξουμε τα κουτιά στη γωνία.)
Ella empezó a amontonar los libros en la estantería.
(Άρχισε να συγκεντρώνει τα βιβλία στη ράφια.)
Η λέξη amontonar χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Amontonar problemas
(Σωρεύω προβλήματα)
No quiero amontonar problemas innecesarios en mi vida.
(Δε θέλω να σωρεύω περιττά προβλήματα στη ζωή μου.)
Amontonar trabajo
(Σωρεύω δουλειά)
Siempre estoy amontonando trabajo, nunca tengo un momento de descanso.
(Πάντα σωρεύω δουλειά, ποτέ δεν έχω χρόνο για ξεκούραση.)
Amontonar recuerdos
(Σωρεύω αναμνήσεις)
A lo largo de los años, he amontonado muchos recuerdos inolvidables.
(Καθ' όλη τη διάρκεια των χρόνων, έχω συγκεντρώσει πολλές αξέχαστες αναμνήσεις.)
Η λέξη amontonar προέρχεται από τον λατινικό όρο "montana", που σημαίνει "βουνό". Το "amontonar" κυριολεκτικά φέρνει την έννοια της δημιουργίας ενός βουνού από αντικείμενα.
Συνώνυμα: - Acumular - Apilar - Agrupar
Αντώνυμα: - Desapilar (ξεστοίβω) - Dispersar (διασκορπίζω) - Desmontar (αποσυναρμολογώ)