Ουσιαστικό
/amor/ [amor]
Το "amor" σημαίνει "αγάπη" στα ισπανικά. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στην γραπτή όσο και στην προφορική γλώσσα. Είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα λεξικά στα ισπανικά και χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο λόγω της συχνότητάς του.
Κλίνεται ως εξής: - Ρήμα: amar (να αγαπώ) - Ενεστώτας: amo, amas, ama, amamos, amáis, aman - Παρατατικός: amaba, amabas, amaba, amábamos, amabais, amaban - Μέλλοντας: amaré, amarás, amará, amaremos, amaréis, amarán - Συντελεσμένος αόριστος: amé, amaste, amó, amamos, amasteis, amaron - Υποτακτική: ame, ames, ame, amemos, améis, amen - Προστακτική: ama tú, ame él/ella/usted, amemos nosotros, amad vosotros, amen ellos/ellas/ustedes - Γερούνδιο: amando
Η λέξη "amor" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα: 1. Luchar por amor: Να παλέψεις για την αγάπη. 2. Ciego de amor: Τυφλωμένος από την αγάπη. 3. El primer amor nunca se olvida: Η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται ποτέ. 4. Amor platónico: Πλατωνική αγάπη. 5. Amor a primera vista: Αγάπη με την πρώτη ματιά. 6. Hacer el amor: Να κάνεις έρωτα. 7. Amor verdadero: Αληθινή αγάπη. 8. Contra viento y marea: Κόντρα σε όλα και σε όλους.
Η λέξη "amor" προέρχεται από τα λατινικά "amor" που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή αγάπη.