amor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

amor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/amor/ [amor]

Σημασία

Το "amor" σημαίνει "αγάπη" στα ισπανικά. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στην γραπτή όσο και στην προφορική γλώσσα. Είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα λεξικά στα ισπανικά και χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο λόγω της συχνότητάς του.

Κλίση

Κλίνεται ως εξής: - Ρήμα: amar (να αγαπώ) - Ενεστώτας: amo, amas, ama, amamos, amáis, aman - Παρατατικός: amaba, amabas, amaba, amábamos, amabais, amaban - Μέλλοντας: amaré, amarás, amará, amaremos, amaréis, amarán - Συντελεσμένος αόριστος: amé, amaste, amó, amamos, amasteis, amaron - Υποτακτική: ame, ames, ame, amemos, améis, amen - Προστακτική: ama tú, ame él/ella/usted, amemos nosotros, amad vosotros, amen ellos/ellas/ustedes - Γερούνδιο: amando

Παραδείγματα

  1. Te quiero con todo mi amor. (Σ' αγαπώ με όλη μου την αγάπη.)
  2. No hay mayor amor que el de una madre. (Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτή της μητέρας.)

Φράσεις μεταφορικής σημασίας

Η λέξη "amor" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα: 1. Luchar por amor: Να παλέψεις για την αγάπη. 2. Ciego de amor: Τυφλωμένος από την αγάπη. 3. El primer amor nunca se olvida: Η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται ποτέ. 4. Amor platónico: Πλατωνική αγάπη. 5. Amor a primera vista: Αγάπη με την πρώτη ματιά. 6. Hacer el amor: Να κάνεις έρωτα. 7. Amor verdadero: Αληθινή αγάπη. 8. Contra viento y marea: Κόντρα σε όλα και σε όλους.

Ετυμολογία

Η λέξη "amor" προέρχεται από τα λατινικά "amor" που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή αγάπη.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα