Amortiguador είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /amoɾtiɣwaˈðoɾ/
Η λέξη amortiguador αναφέρεται σε μια συσκευή ή μηχανισμό που απορροφά κραδασμούς ή κραδασμούς, συχνά χρησιμοποιούμενος σε οχήματα, οικιακές συσκευές ή σε τεχνικές εφαρμογές. Η χρήση του είναι συχνή στον τεχνικό και στρατιωτικό τομέα, αλλά και στη φυσική, διότι σχετίζεται με την απορρόφηση ενέργειας.
Ο αποσβεστήρας του αυτοκινήτου χρειάζεται να αντικατασταθεί.
Los ingenieros diseñaron un nuevo amortiguador para la estructura.
Οι μηχανικοί σχεδίασαν έναν νέο αποσβεστήρα για τη δομή.
En la física, un amortiguador es crucial para el control de oscilaciones.
Δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη amortiguador, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές ή αναφορές σε συνθήκες και τεχνικές εφαρμογές. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
Ο αποσβεστήρας κρασιών είναι απαραίτητος για μια κατάλληλη γευσιγνωσία.
En situaciones de alta presión, un buen amortiguador es esencial.
Σε καταστάσεις υψηλής πίεσης, ένας καλός αποσβεστήρας είναι απαραίτητος.
En los deportes, el amortiguador en las zapatillas puede prevenir lesiones.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα amortiguar, που σημαίνει "να αποσβένω" ή "να μειώνω" τη δύναμη ή τα αποτελέσματα μιας κίνησης ή μιας πρόσκρουσης.
Suspensión (αναστολή, σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα:
Αυτή η λεπτομερής περιγραφή παρέχει μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "amortiguador" στην ισπανική γλώσσα.