Η λέξη "amortización" στα Ισπανικά είναι ουσιαστικό το οποίο προέρχεται από το ρήμα "amortizar".
Φωνητική μεταγραφή: [amortiθaˈθjon]
Η λέξη "amortización" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στη διαδικασία αποπληρωμής ή αποτίμησης ενός δανείου, ενός χρέους ή μιας επένδυσης σε ορισμένο χρονικό διάστημα. Συχνά χρησιμοποιείται στο χρηματοοικονομικό και λογιστικό πλαίσιο.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El banco estableció un plan de amortización para el préstamo. (Η τράπεζα έθεσε σε εφαρμογή ένα πλάνο αποπληρωμής για το δάνειο.) 2. La amortización de la deuda será en cuotas mensuales. (Η αποπληρωμή του χρέους θα γίνει με μηνιαίες δόσεις.) 3. La empresa decidió acelerar la amortización de la inversión. (Η εταιρεία αποφάσισε να επιταχύνει την αποτίμηση της επένδυσης.)
Στα Ισπανικά, η λέξη "amortización" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις: 1. estar al borde de la amortización: να είναι στα όρια της αποπληρωμής 2. plazo de amortización: χρονικό διάστημα αποπληρωμής
Η λέξη "amortización" προέρχεται από το Ισπανικό ρήμα "amortizar", το οποίο προέρχεται από τη λατινική λέξη "admortizare" που σημαίνει "να καταστήσει κάτι νεκρό ή αχρήστο".
Έτσι, ο όρος "amortización" αναφέρεται στη διαδικασία αποπληρωμής ή αποτίμησης χρεών, δανείων ή επενδύσεων σε καθορισμένο χρονικό διάστημα, συχνά χρησιμοποιούμενος στον χρηματοοικονομικό τομέα και τον λογιστικό τομέα.