Η λέξη "amortizar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "amortizar" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι:
/amoɾtiˈθaɾ/ (στην ισπανική ομιλία στην Ισπανία)
/amoɾtiˈzaɾ/ (στην ισπανική ομιλία στη Λατινική Αμερική)
Η λέξη "amortizar" αναφέρεται στη διαδικασία αποπληρωμής ή αποσβέσεως ενός χρέους ή ενός επενδυτικού κεφαλαίου. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της χρηματοοικονομίας και της οικονομίας. Συνήθως αναφέρεται στη διαδικασία αναγνώρισης της σταδιακής απώλειας αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου ή την αποπληρωμή ενός δανείου μέσα από τακτικές πληρωμές. Ο τρόπος χρήσης της είναι πολύ συνηθισμένος στο γραπτό λόγο και σε οικονομικές αναλύσεις ή συμβάσεις.
Necesitamos amortizar la deuda en cinco años.
(Χρειαζόμαστε να αποπληρώσουμε το χρέος σε πέντε χρόνια.)
La empresa logró amortizar su inversión en menos de dos años.
(Η επιχείρηση κατάφερε να αποσβέσει την επένδυσή της σε λιγότερο από δύο χρόνια.)
Es importante amortizar los gastos fijos mensuales.
(Είναι σημαντικό να αποσβέσουμε τα σταθερά μηνιαία έξοδα.)
Η λέξη "amortizar" έχει μια σειρά ιδιωματικών χρήσεων που σχετίζονται κυρίως με τη χρηματοδότηση και την αποπληρωμή:
Amortizar un préstamo
(Αποπληρώνω ένα δάνειο)
"Es fundamental amortizar un préstamo para mantener una buena calificación crediticia."
(Είναι θεμελιώδες να αποπληρώσω ένα δάνειο για να διατηρήσω μια καλή πιστοληπτική ικανότητα.)
Amortizar costos
(Αποσβένω κόστη)
"La estrategia es amortizar costos para mejorar la rentabilidad."
(Η στρατηγική είναι να αποσβέσω κόστη για να βελτιώσω την κερδοφορία.)
Amortizar tiempos
(Αποσβένω χρόνους)
"Necesitamos amortizar tiempos para garantizar la entrega a tiempo."
(Πρέπει να αποσβέσουμε χρόνους για να διασφαλίσουμε την παράδοση εγκαίρως.)
Amortizar inversiones
(Αποσβένω επενδύσεις)
"La clave del éxito es amortizar inversiones antes de que comiencen a dar pérdidas."
(Το κλειδί της επιτυχίας είναι να αποσβέσω επενδύσεις πριν αρχίσουν να επιφέρουν ζημίες.)
Η λέξη "amortizar" προέρχεται από το λατινικό "amortizare", που σημαίνει "να κάνουν να πεθάνει" ή "να εξαφανιστεί". Στη χρηματοοικονομική ορολογία έχει εξελιχθεί για να σημαίνει την αποπληρωμή ή την αποσβέση ενός χρέους.
Συνώνυμα: - Abonar - Cancelar
Αντώνυμα: - Acumular - Aumentar
Αυτές οι πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "amortizar" καταδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση της στο πλαίσιο της οικονομίας και της χρηματοοικονομικής γλώσσας.