Amparado είναι επίθετο.
[am.paˈɾa.ðo]
Η λέξη "amparado" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε έναν άνθρωπο ή πράγμα που βρίσκεται υπό προστασία ή στήριξη. Χρησιμοποιείται συχνά στους νομικούς και ασφαλιστικούς τομείς για να δηλώσει ότι κάποιος ή κάτι έχει καλυφθεί ή έχει προστατευτεί από κίνδυνο ή δυσλειτουργία. Στην καθημερινή γλώσσα, η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα όπως νομικά έγγραφα ή σωφρονιστικά κείμενα, ενώ στον προφορικό λόγο μπορεί να συναντηθεί λιγότερο συχνά.
El testigo estaba amparado por el programa de protección.
Ο μάρτυρας ήταν προστατευμένος από το πρόγραμμα προστασίας.
Todos los derechos de los ciudadanos están amparados por la constitución.
Όλα τα δικαιώματα των πολιτών είναι προστατευμένα από το σύνταγμα.
Las víctimas de violencia doméstica a menudo buscan estar amparadas por la ley.
Τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας συχνά προσπαθούν να είναι προστατευμένα από τον νόμο.
Η λέξη "amparado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν την προστασία ή την υποστήριξη:
Sentirse amparado por la ley es fundamental.
Να αισθάνεται κάποιος προστατευμένος από τον νόμο είναι θεμελιώδες.
Ella se siente amparada por sus derechos humanos.
Αυτή αισθάνεται προστατευμένη από τα ανθρώπινα δικαιώματά της.
Estar amparado en un contrato evita problemas.
Η προστασία μέσω ενός συμβολαίου αποφεύγει προβλήματα.
Las organizaciones no gubernamentales trabajan para que los refugiados estén amparados.
Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις εργάζονται ώστε οι πρόσφυγες να είναι προστατευμένοι.
Asegurarte de estar amparado por un seguro es importante.
Είναι σημαντικό να διασφαλίσεις ότι είσαι προστατευμένος από μια ασφάλιση.
Η λέξη "amparado" προέρχεται από το ρήμα "amparar," το οποίο σημαίνει "να προστατεύει" ή "να στηρίζει." Η ρίζα προέρχεται από το λατινικό "σφόδρα" (cèlfare), που είχε παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - protegido (προστατευμένος) - sostenido (υποστηριζόμενος)
Αντώνυμα: - desamparado (απροστάτευτος) - desprotegido (ανυπεράσπιστος)