Ρήμα
/am.paˈɾaɾ/
Η λέξη "amparar" σημαίνει να παρέχεις προστασία ή υποστήριξη σε κάποιον ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στους νομικούς και κοινωνικούς τομείς για να αναφερθεί στην πράξη της παροχής νομικής ή ηθικής κάλυψης. Η λέξη είναι συχνή στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση σε νομικά έγγραφα και εκθέσεις.
Είναι σημαντικό να προστατεύουμε τους πιο ευάλωτους στην κοινωνία μας.
La ley ampara a los ciudadanos ante abusos.
Ο νόμος προστατεύει τους πολίτες από κακοποιήσεις.
Necesitamos amparar los derechos humanos en todo el mundo.
Η λέξη "amparar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές από αυτές μαζί με τις μεταφράσεις τους:
Αυτή προστατεύει τον αδελφό της κάτω από την πτέρυγά της.
Amparar en la ley
Ο δικηγόρος στηρίζει όλα τα επιχειρήματά του στη νομοθεσία.
Amparar en el temor
Η λέξη "amparar" προέρχεται από το λατινικό "amparare", που σημαίνει "να καλύψω" ή "να προστατεύω". Αυτή η ρίζα διατηρεί τη βασική της σημασία μέσα στα χρόνια.
Apoyar (υποστηρίζω)
Αντώνυμα: