Το "ampararse" είναι ρήμα.
/fam.paˈɾaɾ.se/
Το "ampararse" σημαίνει να προστατεύεσαι ή να καταφεύγεις σε κάποιον ή κάτι για ασφάλεια ή υποστήριξη. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να περιγραφεί ως το δικαίωμα ενός ατόμου να ζητήσει προστασία ή δικαστική υποστήριξη από ένα νόμο ή μια νομική αρχή. Στη γλώσσα του Ισπανικά χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την ιδέα της αυξημένης ασφάλειας ή βοήθειας.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται και στην προφορική και στη γραπτή γλώσσα, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε νομικά ή επίσημα κείμενα.
"Οι πολίτες πρέπει να προστατεύονται στα θεμελιώδη δικαιώματά τους."
"Ella se amparó en la ley para defenderse."
Το "ampararse" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με την προστασία ή τη βοήθεια:
"Το παιδί προστατεύεται κάτω από το φτερό της μητέρας του."
"Ampararse en la ignorancia"
"Δεν μπορείς να επικαλεστείς την άγνοια για να μην τηρήσεις το νόμο."
"Ampararse en la comunidad"
Η λέξη "ampararse" προέρχεται από το λατινικό "mparare", που σημαίνει "να προστατεύσω", και συνδυάζεται με το πρόθεμα "a-", που συχνά δηλώνει την κατεύθυνση.
Συνώνυμα: - Protegerse - Refugiarse - Abrigarse
Αντώνυμα: - Exponer - Abandonar - Desproteger
Αυτή είναι η συνολική ανάλυση της λέξης "ampararse".