amparo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

amparo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

amparo (ουσιαστικό)

Φωνητική μεταγραφή

[amˈpaɾo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη amparo χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια μορφή προστασίας ή υποστήριξης. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά πλαίσια και συνδεδεμένες με έννοιες αλληλεγγύης και ασφάλειας. Στην ισπανική γλώσσα, έχει συχνά νομικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς, υποδηλώνοντας την ιδέα της αποκατάστασης ή της διάσωσης από κίνδυνο ή βλάβη.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε νομικό και κοινωνικό λόγο. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El amparo que ofrece la ley es fundamental para proteger los derechos humanos.
  2. Η προστασία που προσφέρει ο νόμος είναι θεμελιώδης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

  3. Ella encontró amparo en sus amigos durante los momentos difíciles.

  4. Βρήκε καταφύγιο στους φίλους της κατά τις δύσκολες στιγμές.

  5. El amparo judicial permitió que la familia mantuviera su hogar.

  6. Η νομική προστασία επέτρεψε στην οικογένεια να διατηρήσει το σπίτι της.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη amparo χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Buscar amparo
  2. Buscar amparo en tiempos difíciles es una reacción natural.
  3. Να αναζητάς προστασία σε δύσκολες εποχές είναι μια φυσική αντίδραση.

  4. Dar amparo a alguien

  5. El gobierno decidió dar amparo a los refugiados que llegan al país.
  6. Η κυβέρνηση αποφάσισε να προσφέρει προστασία στους πρόσφυγες που φτάνουν στη χώρα.

  7. Amparo legal

  8. Antonia solicitó amparo legal para garantizar sus derechos laborales.
  9. Η Αντωνία ζήτησε νομική προστασία για να διασφαλίσει τα εργασιακά της δικαιώματα.

  10. Sin amparo

  11. Los niños sin amparo son vulnerables a diversas amenazas.
  12. Τα παιδιά χωρίς προστασία είναι ευάλωτα σε διάφορες απειλές.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη amparo προέρχεται από το λατινικό anteparare, το οποίο σημαίνει "να προστατεύει ή να φράσσει μπροστά". Η έννοια έχει μεταμορφωθεί και εξελιχθεί μέσα στον χρόνο για να καλύψει την ιδέα της καθολικής προστασίας και υποστήριξης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - protección - refugio - apoyo

Αντώνυμα: - desamparo - abandono - vulnerabilidad



22-07-2024