amparo (ουσιαστικό)
[amˈpaɾo]
Η λέξη amparo χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια μορφή προστασίας ή υποστήριξης. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά πλαίσια και συνδεδεμένες με έννοιες αλληλεγγύης και ασφάλειας. Στην ισπανική γλώσσα, έχει συχνά νομικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς, υποδηλώνοντας την ιδέα της αποκατάστασης ή της διάσωσης από κίνδυνο ή βλάβη.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε νομικό και κοινωνικό λόγο. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Η προστασία που προσφέρει ο νόμος είναι θεμελιώδης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ella encontró amparo en sus amigos durante los momentos difíciles.
Βρήκε καταφύγιο στους φίλους της κατά τις δύσκολες στιγμές.
El amparo judicial permitió que la familia mantuviera su hogar.
Η λέξη amparo χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Να αναζητάς προστασία σε δύσκολες εποχές είναι μια φυσική αντίδραση.
Dar amparo a alguien
Η κυβέρνηση αποφάσισε να προσφέρει προστασία στους πρόσφυγες που φτάνουν στη χώρα.
Amparo legal
Η Αντωνία ζήτησε νομική προστασία για να διασφαλίσει τα εργασιακά της δικαιώματα.
Sin amparo
Η λέξη amparo προέρχεται από το λατινικό anteparare, το οποίο σημαίνει "να προστατεύει ή να φράσσει μπροστά". Η έννοια έχει μεταμορφωθεί και εξελιχθεί μέσα στον χρόνο για να καλύψει την ιδέα της καθολικής προστασίας και υποστήριξης.
Συνώνυμα: - protección - refugio - apoyo
Αντώνυμα: - desamparo - abandono - vulnerabilidad