ampliar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ampliar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

ampliar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "ampliar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /amˈpljaɾ/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "ampliar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των ισπανικών για να περιγράψει τη δράση της επέκτασης, της διεύρυνσης ή της αύξησης κάτι, είτε αυτό είναι φυσικό (όπως χώρος, κτίριο) είτε αφηρημένο (όπως γνώσεις ή πληροφορίες). Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και μπορεί να βρει κανείς σε ποικιλία περιβαλλόντων, όπως επίσημες ανακοινώσεις, εκθέσεις, και στον καθημερινό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es necesario ampliar el tiempo para completar el proyecto.
    (Είναι απαραίτητο να επεκτείνουμε το χρόνο για να ολοκληρωθεί το έργο.)

  2. Vamos a ampliar nuestros conocimientos sobre la historia.
    (Θα διευρύνουμε τις γνώσεις μας σχετικά με την ιστορία.)

  3. La empresa decidió ampliar su gama de productos.
    (Η εταιρεία αποφάσισε να αυξήσει την γκάμα προϊόντων της.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ampliar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Ampliar horizontes
  2. Significado: Επεκτείνω τους ορίζοντες μου.
  3. Ejemplo: Es importante viajar para ampliar horizontes.
    (Είναι σημαντικό να ταξιδεύεις για να επεκτείνεις τους ορίζοντές σου.)

  4. Ampliar la mirada

  5. Significado: Διευρύνω την προοπτική ή την οπτική μου.
  6. Ejemplo: Debemos ampliar la mirada sobre la diversidad cultural.
    (Πρέπει να διευρύνουμε την προοπτική μας για την πολιτισμική ποικιλία.)

  7. Ampliar el círculo social

  8. Significado: Να επεκτείνω τον κοινωνικό μου κύκλο.
  9. Ejemplo: Ella quiere ampliar su círculo social para hacer nuevos amigos.
    (Θέλει να διευρύνει τον κοινωνικό της κύκλο για να κάνει νέους φίλους.)

  10. Ampliar la información

  11. Significado: Να διευρύνω την πληροφορία.
  12. Ejemplo: Voy a ampliar la información sobre el tema en mi presentación.
    (Θα διευρύνω την πληροφορία σχετικά με το θέμα στην παρουσίασή μου.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "ampliar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "ampliare", που σημαίνει "να επεκτείνω" ή "να διευρύνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- expandir (επεκτείνω)
- extender (εκτείνω)
- aumentar (αυξάνω)

Αντώνυμα:
- reducir (μειώνω)
- contraer (συσπείρω)
- limitar (περιορίζω)



22-07-2024