ampliar είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "ampliar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /amˈpljaɾ/.
Η λέξη "ampliar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των ισπανικών για να περιγράψει τη δράση της επέκτασης, της διεύρυνσης ή της αύξησης κάτι, είτε αυτό είναι φυσικό (όπως χώρος, κτίριο) είτε αφηρημένο (όπως γνώσεις ή πληροφορίες). Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και μπορεί να βρει κανείς σε ποικιλία περιβαλλόντων, όπως επίσημες ανακοινώσεις, εκθέσεις, και στον καθημερινό λόγο.
Es necesario ampliar el tiempo para completar el proyecto.
(Είναι απαραίτητο να επεκτείνουμε το χρόνο για να ολοκληρωθεί το έργο.)
Vamos a ampliar nuestros conocimientos sobre la historia.
(Θα διευρύνουμε τις γνώσεις μας σχετικά με την ιστορία.)
La empresa decidió ampliar su gama de productos.
(Η εταιρεία αποφάσισε να αυξήσει την γκάμα προϊόντων της.)
Η λέξη "ampliar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Ejemplo: Es importante viajar para ampliar horizontes.
(Είναι σημαντικό να ταξιδεύεις για να επεκτείνεις τους ορίζοντές σου.)
Ampliar la mirada
Ejemplo: Debemos ampliar la mirada sobre la diversidad cultural.
(Πρέπει να διευρύνουμε την προοπτική μας για την πολιτισμική ποικιλία.)
Ampliar el círculo social
Ejemplo: Ella quiere ampliar su círculo social para hacer nuevos amigos.
(Θέλει να διευρύνει τον κοινωνικό της κύκλο για να κάνει νέους φίλους.)
Ampliar la información
Η λέξη "ampliar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "ampliare", που σημαίνει "να επεκτείνω" ή "να διευρύνω".
Συνώνυμα:
- expandir (επεκτείνω)
- extender (εκτείνω)
- aumentar (αυξάνω)
Αντώνυμα:
- reducir (μειώνω)
- contraer (συσπείρω)
- limitar (περιορίζω)