amplificación - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

amplificación (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου:

Η λέξη "amplificación" στα Ισπανικά είναι ουσιαστικό το οποίο αναφέρεται στην ενίσχυση, την επέκταση ή την αύξηση κάτι.

Φωνητική μεταγραφή:

am.pli.fi.kaˈθjon

Χρήση:

Η λέξη "amplificación" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική γλώσσα. Χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο σε κείμενα σχετικά με τεχνολογία, μουσική, ιατρική και ηλεκτρονική.

Παραδειγματικές προτάσεις:

  1. La amplificación del sonido es fundamental en la industria musical. (Η ενίσχυση του ήχου είναι θεμελιώδης στη μουσική βιομηχανία.)
  2. Los micrófonos requieren amplificación para transmitir sonido a largas distancias. (Τα μικρόφωνα χρειάζονται ενίσχυση για να μεταδώσουν ήχο σε μεγάλες αποστάσεις.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις:

  1. Tener la capacidad de amplificación. (Να έχεις τη δυνατότητα ενίσχυσης.)
  2. Sin amplificación no se puede entender el mensaje. (Χωρίς ενίσχυση δεν μπορεί να κατανοηθεί το μήνυμα.)

Ετυμολογία:

Η λέξη "amplificación" προέρχεται από το ρήμα "amplificar" που σημαίνει "να επεκτείνει, να αυξάνει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα: