Η λέξη "amplificador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "amplificador" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι:
/ampli.fi.kaˈðor/
Η λέξη "amplificador" αναφέρεται σε μια συσκευή που αυξάνει την ένταση ή την ισχύ ενός σήματος, συνηθέστερα ηχητικού. Χρησιμοποιείται σε ιατρικές συσκευές (π.χ. ακουστικά), στρατιωτικές εφαρμογές (π.χ. για τη βελτίωση επικοινωνίας), και φυσικές επιστήμες (π.χ. για ενίσχυση σήματος). Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνολογίας και της ηχητικής.
El amplificador de sonido mejora la calidad de la música.
Ο ενισχυτής ήχου βελτιώνει την ποιότητα της μουσικής.
Necesitamos un amplificador para el equipo de audio.
Χρειαζόμαστε έναν ενισχυτή για τον εξοπλισμό ήχου.
El amplificador de señales es crucial en las telecomunicaciones.
Ο ενισχυτής σημάτων είναι κρίσιμος στις τηλεπικοινωνίες.
Η λέξη "amplificador" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις σχετικές με την αύξηση ή τη βελτίωση.
"El amplificador de voz se amplía cuando hay más personas."
"Ο ενισχυτής φωνής αυξάνεται όταν υπάρχουν περισσότερα άτομα."
"Ella es un amplificador de ideas positivas."
"Αυτή είναι ένας ενισχυτής θετικών ιδεών."
"Un buen amplificador es esencial para el sonido envolvente."
"Ένας καλός ενισχυτής είναι απαραίτητος για τον περιβάλλοντα ήχο."
"El amplificador de su creatividad es sorprendente."
"Ο ενισχυτής της δημιουργικότητάς του είναι εκπληκτικός."
Η λέξη "amplificador" προέρχεται από το λατινικό "amplificare", που σημαίνει "να επεκτείνω" ή "να αυξήσω". Το "ampli" σημαίνει "μεγάλος" ή "εκτενής", και το "ficador" προέρχεται από το "facere", που σημαίνει "να κάνω".
Συνώνυμα: - potenciador (ενισχυτής) - refuerzo (ενίσχυση)
Αντώνυμα: - atenuador (μείωση) - disminuidor (μειωτής)