Το "amplificar" είναι ρήμα.
[amplifiˈkaɾ]
Η λέξη "amplificar" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει να κάνει κάτι μεγαλύτερο ή πιο ισχυρό, είτε μιλάμε για ήχους, εικόνες, ιδέες ή έννοιες. Χρησιμοποιείται ως εξής: - Ενισχύει ένα σήμα (π.χ. ήχος). - Διευρύνει μια συζήτηση ή μια ιδέα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε επιστημονικά και τεχνικά πλαίσια.
Είναι απαραίτητο να ενισχύσουμε τον ήχο ώστε να μπορεί να ακουστεί από όλους.
Para mejorar la presentación, decidí amplificar algunas ideas clave.
Η λέξη "amplificar" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:
Είναι σημαντικό να ενισχύσεις τη φωνή σου σε μια συνάντηση για να σε ακούσουν όλοι.
Amplificar el mensaje: Να επεκτείνεις το μήνυμα.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι μια εξαιρετική μέθοδος για να επεκτείνεις το μήνυμα μιας καμπάνιας.
Ampliar la discusión: Να διευρύνεις τη συζήτηση.
Η λέξη "amplificar" προέρχεται από το Λατινικό "amplificare", που σημαίνει "να διευρύνει ή να επεκτείνει", από τη ρίζα "ampli" (ευρύς, μεγάλος) και τον προσδιορισμό "-ficare" (να κάνεις).
Συνώνυμα: - Intensificar (εντείνω) - Expandir (επεκτείνω) - Aumentar (αυξάνω)
Αντώνυμα: - Reducir (μειώνω) - Limitar (περιορίζω) - Restringir (περιθωριοποιώ)