Η λέξη "amplio" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "amplio" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /ˈam.pljo/
Η λέξη "amplio" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει ένα κάτι που έχει μεγάλη έκταση, μέγεθος ή χωρητικότητα. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνό σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε νομικά ή τεχνικά περιβάλλοντα.
Το σαλόνι του σπιτιού είναι πολύ ευρύ.
Tienen un amplio conocimiento sobre el tema.
Έχουν εκτενή γνώση σχετικά με το θέμα.
El nuevo parque ofrece amplias zonas verdes.
Η λέξη "amplio" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Σε κάποιον δίνεται η δυνατότητα να ενεργήσει με περισσότερες ελευθερίες.
"Un amplio espectro"
Αναφέρεται σε πολλές επιλογές ή δυνατότητες.
"Con un amplio abanico de opciones"
Υποδηλώνει ότι υπάρχουν πολλές επιλογές διαθέσιμες.
"Amplias posibilidades"
Αναφέρεται σε πολλές και ποικίλες ευκαιρίες.
"Discutir ampliamente"
Η λέξη "amplio" προέρχεται από το λατινικό "amplius", που σημαίνει "πιο ευρύ" ή "ευρύτερος".
Συνώνυμα: - extenso (εκτενής) - vasto (εκτενής) - amplio (ευρύς)
Αντώνυμα: - estrecho (στενός) - limitado (περιορισμένος) - reducido (μειωμένος)