Η λέξη "ampolla" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /amˈpo.ʝa/
Η λέξη "ampolla" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται κυρίως σε: 1. Ένα δοχείο ή φιάλη που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση υγρών. 2. Σε ιατρικούς όρους, αναφέρεται σε φυσαλίδες στο δέρμα που γεμίζουν με υγρό (π.χ., καψίματα). 3. Χρησιμοποιείται σε πολυτεχνικούς τομείς για την περιγραφή ειδικών δοχείων.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως στους τομείς της ιατρικής και της φαρμακευτικής.
La ampolla de vidrio está rota.
(Η γυάλινη φιάλη είναι σπασμένη.)
Me salió una ampolla en el pie después de la caminata.
(Μου βγήκε μια φυσαλίδα στο πόδι μετά την πεζοπορία.)
La ampolla contiene un líquido muy peligroso.
(Η φιάλη περιέχει ένα πολύ επικίνδυνο υγρό.)
Η λέξη "ampolla" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις:
Η κατάσταση του να είσαι υπερβολικά νευρικός ή ανήσυχος.
Tener ampollas en los pies después de correr
(Να έχεις φυσαλίδες στα πόδια μετά από τρέξιμο.)
Σημαίνει να έχεις υποφέρει από σωματική καταπόνηση.
Reventar una ampolla
(Να σπάσει μια φυσαλίδα.)
Η λέξη "ampolla" προέρχεται από το λατινικό "ampulla", που σημαίνει μικρή φιάλη ή δοχείο.
Συνώνυμα: - frasco (βάζο) - botella (μπουκάλι)
Αντώνυμα: - vacío (κενό) - plenitud (πληρότητα)