Μέρος του λόγου: ρήμα
Φωνητική μεταγραφή: /am.poˈʎaɾ/
Χρήση στα Ισπανικά: Η λέξη "ampollar" συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο για να περιγράψει το φαινόμενο της δημιουργίας φουσκών στο δέρμα, συνήθως λόγω εγκαύματος.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Me ampollé la mano con el agua hirviendo. (Έκαψα το χέρι μου με το βραστό νερό.) 2. Después de la larga caminata, le salieron muchas ampollas en los pies. (Μετά τη μακρά βόλτα, του βγήκαν πολλές φουσκώδεις στα πόδια.)
Ετυμολογία: Η λέξη προέρχεται από το λατινικό ρήμα "ampŭla", που σημαίνει φιάλη ή φιάλη για φάρμακα.
Συνώνυμα: hinchar, inflamar
Αντώνυμα: deshinchar, desinflamar