Amurallado είναι ένα επίθετο.
/famurajaˈðo/
Η λέξη amurallado χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει περιφραχθεί ή οχυρωθεί με τοίχους. Ιδιαίτερα αναφέρεται σε πόλεις και κτίρια που έχουν προστατευτικούς τοίχους γύρω τους. Χρησιμοποιείται συχνά στην ιστορική και αρχιτεκτονική αναφορά για τον χαρακτηρισμό περιοχών που έχουν την ανάγκη της υπεράσπισης. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό.
Παραδείγματα προτάσεων:
La ciudad amurallada de Carcassonne es una de las más famosas de Francia.
Η περιφραγμένη πόλη του Carcassonne είναι μία από τις πιο διάσημες στη Γαλλία.
Castillo amurallado se encuentra en la cima de la colina.
Το οχυρωμένο κάστρο βρίσκεται στην κορυφή του λόφου.
Muchas ciudades en la Edad Media eran amuralladas para protegerse de los ataques.
Πολλές πόλεις στη Μεσαία Εποχή ήταν περιφραγμένες για να προστατεύονται από επιθέσεις.
Η λέξη amurallado δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συνδυαστεί σε κάποιες περιπτώσεις:
"Vivir amurallado en el pasado no deja avanzar."
Το να ζεις περιφραγμένος στο παρελθόν δεν σου επιτρέπει να προχωρήσεις.
"Sus sentimientos estaban amurallados, sin dejar que nadie entrara."
Τα συναισθήματά της ήταν περιφραγμένα, χωρίς να αφήνουν κανέναν να μπει.
"Se refugió en sus recuerdos amurallados cuando se sintió triste."
Καταφύγει στα περιφραγμένα του αναμνήσεις όταν ένιωσε λυπημένος.
Η λέξη amurallado προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "muralla" (τοίχος, φράχτης) με το επίθημα "-ado", που δηλώνει το αποτέλεσμα ή την κατάσταση ενός ρήματος.
Συνώνυμα: - Fortificado (οχυρωμένος) - Cercado (περιφραγμένος)
Αντώνυμα: - Desprotegido (απροστάτευτος) - Abierto (ανοιχτός)