anal - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

anal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "anal" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "anal" στα Ισπανικά είναι /aˈnal/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "anal" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με το "ορθό" ή τη "μορφή του ορθού". Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της ιατρικής και της ανατομίας για να περιγράψει αναφορές που σχετίζονται με το ορθό έντερο και τις σχετικές διαδικασίες ή καταστάσεις.

Στη γλώσσα των Ισπανικών, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι πιο υψηλή σε τεχνικά ή ιατρικά κείμενα από ότι σε προφορικό λόγο, ενώ και στην καθημερινή γλώσσα μπορεί να αναφέρεται σε σεξουαλικές ή κοινωνικές καταστάσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El examen anal es importante para la salud del paciente.
  2. Η ανασκόπηση του ορθού είναι σημαντική για την υγεία του ασθενούς.

  3. Los problemas anales pueden causar mucho dolor.

  4. Τα ανατομικά προβλήματα μπορεί να προκαλέσουν πολύ πόνο.

  5. El médico recomienda una dieta alta en fibra para mejorar la salud anal.

  6. Ο γιατρός συστήνει μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες για να βελτιώσει την ανατομική υγεία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "anal" χρησιμοποιείται σαφώς σε ιατρικά ή επιστημονικά πλαίσια. Ωστόσο, υπάρχουν λίγες ιδιωματικές εκφράσεις που την περιέχουν λόγω της φύσης της.

  1. "Tomar el camino anal" - να πάρεις μια δύσκολη ή επώδυνη απόφαση.
  2. Να λάβεις μια δύσκολη απόφαση μπορεί να είναι δύσκολο.

  3. "Analizar a fondo" - να εξετάσεις κάτι εκτενώς.

  4. Είναι σημαντικό να αναλύσουμε σε βάθος το ζήτημα.

  5. "Enfoque anal" - μια προοπτική ή προσέγγιση που επικεντρώνεται σε λεπτομέρειες.

  6. Ο ερευνητής έχει μια αναλυτική προσέγγιση για το θέμα.

Ετυμολογία

Η λέξη "anal" προέρχεται από το λατινικό "analis", το οποίο έχει σχέση με το όρο "anus", που σημαίνει "ορθό" ή "πέρασμα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024