Analfabeto είναι ουσιαστικό.
[anaɾ.faˈβe.to]
Η λέξη analfabeto αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που δεν έχει αποκτήσει βασικές ικανότητες ανάγνωσης και γραφής. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που έχουν μικρή ή καθόλου εκπαίδευση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, καθώς αναφέρεται σε κοινωνικά και εκπαιδευτικά θέματα. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο αλλά και σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την εκπαίδευση και την κοινωνία.
Ο αναλφάβητος δεν μπορεί να διαβάσει ούτε να γράψει.
Es un desafío ayudar a los analfabetos a integrarse en la sociedad.
Είναι μια πρόκληση να βοηθήσουμε τους αναλφάβητους να ενσωματωθούν στην κοινωνία.
El gobierno ha lanzado un programa para enseñar a los analfabetos.
Η λέξη analfabeto η χρήση της σε ιδιωματικές εκφράσεις είναι περιορισμένη, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις.
Η εκπαιδευτικός εργάζεται με αναλφάβητους για να βελτιώσει την ποιότητά τους ζωή.
Ser analfabeto en el mundo actual es un gran obstáculo para el desarrollo personal.
Το να είσαι αναλφάβητος στον σημερινό κόσμο είναι ένα μεγάλο εμπόδιο για την προσωπική ανάπτυξη.
Las campañas de alfabetización ayudan a disminuir el número de analfabetos.
Η λέξη analfabeto προέρχεται από το ελληνικό πρόθεμα "ἀν-", που σημαίνει "όχι", και "γράμμα", που σημαίνει "γράμμα" ή "γράψιμο". Συνεπώς, σημαίνει "όχι γράφω/ανίκανος να γράψει".
Συνώνυμα:
- Inculto (άσχετος)
- Ignorante (αγνοώντας)
Αντώνυμα:
- Alfabetizado (αλφαβητισμένος)
- Culto (καλλιεργημένος)