Το "analizar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /a.na.liˈθaɾ/
Το "analizar" σημαίνει να μελετήσουμε ή να εξετάσουμε κάτι λεπτομερώς προκειμένου να κατανοήσουμε τη δομή, τη λειτουργία ή τις σχέσεις του. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως η οικονομία, η ιατρική και οι κοινωνικές επιστήμες.
Η συχνότητα χρήσης του "analizar" είναι σχετικά υψηλή, με μεγαλύτερη χρήση γραπτά (π.χ. σε ακαδημαϊκά κείμενα) από ό,τι προφορικά. Ωστόσο, και σε προφορικό λόγο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις και παρουσιάσεις.
Πρέπει να αναλύσουμε τα δεδομένα πριν πάρουμε μια απόφαση.
El médico quiere analizar los resultados de las pruebas.
Ο γιατρός θέλει να εξετάσει τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
Es importante analizar el impacto económico de esta política.
Το "analizar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Είναι απαραίτητο να αναλύσουμε σε βάθος την κατάσταση."
Analizar las consecuencias
"Πρέπει να αναλύσουμε τις συνέπειες των πράξεών μας."
Analizar un problema
"Ας αναλύσουμε ένα κοινό πρόβλημα στην τάξη."
No hay que analizar tanto
"Κάποιες φορές, δεν πρέπει να αναλύουμε τόσο πολύ τα απλά πράγματα."
Analizar el mercado
Η λέξη "analizar" προέρχεται από το λατινικό "analysare", το οποίο έχει τις ρίζες του στη λέξη "analus" που σημαίνει "ανάλυση".
Συνώνυμα:
- Examinar (εξετάζω)
- Estudiar (μελετώ)
- Evaluar (αξιολογώ)
Αντώνυμα:
- Ignorar (παραλείπω)
- Desestimar (απορρίπτω)
- Sopesar (υπολογίζω, αλλά με τη σημασία να μην αναλύω σε βάθος)