Η λέξη "anarquista" είναι επίθετο και ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [anaɾˈkista]
Η λέξη "anarquista" αναφέρεται σε κάποιον ή κάποια που υποστηρίζει την αναρχία, δηλαδή μια πολιτική φιλοσοφία που αγωνίζεται ενάντια στη μορφή κρατικής εξουσίας και προωθεί την αυτοδιοίκηση και την ελευθερία των ατόμων. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με ιδιαίτερη συχνότητα στα πολιτικά και κοινωνικά κείμενα.
Los anarquistas se reúnen para discutir sus ideas.
(Οι αναρχικοί συγκεντρώνονται για να συζητήσουν τις ιδέες τους.)
La anarquista defendió sus principios en el debate.
(Η αναρχίστρια υπερασπίστηκε τις αρχές της στην συζήτηση.)
El movimiento anarquista ha influido en muchas corrientes políticas.
(Το αναρχικό κίνημα έχει επηρεάσει πολλές πολιτικές ρεύματα.)
Η λέξη "anarquista" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την πολιτική και την κοινωνία.
Vivir como un anarquista.
(Να ζεις σαν αναρχικός.) – Αυτή η φράση αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής που απορρίπτει την εξουσία και προάγει την ελευθερία.
La anarquista de la comunidad es muy influyente.
(Η αναρχίστρια της κοινότητας είναι πολύ επιδραστική.) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει σημαντική επιρροή στην κοινότητα με αναρχικές απόψεις.
Es un grupo anarquista que lucha por los derechos humanos.
(Είναι μια αναρχική ομάδα που αγωνίζεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα.) – Σημειώνει τη σύνδεση της αναρχίας με την κοινωνική δικαιοσύνη.
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό "ἀναρχία" (anarchía), που σημαίνει "χωρίς αρχή". Σημαίνει την απόρριψη των κυρίαρχων μορφών εξουσίας και την προώθηση της ελευθερίας των ατόμων.
Η λέξη "anarquista" κουβαλάει πλούσια ιστορία και κοινωνική σημασία, εμπλέκοντας συχνά πολιτικά και κοινωνικά θέματα.