Η λέξη "anca" είναι ουσιαστικό.
/ˈaŋ.ka/
Η λέξη "anca" στα Ισπανικά αναφέρεται κυρίως στην περιοχή των γλουτών ή είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη γλουτιαία περιοχή του σώματος. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά πιθανότατα είναι πιο συχνά στη προφορική γλώσσα, ειδικά σε ανησυχίες που σχετίζονται με τη φυσική κατάσταση ή τη μόδα.
Ο γλουτός είναι ένα σημαντικό μέρος του σώματος για τους χορευτές.
Me dolió la anca después de correr.
Με πόνεσε ο γλουτός μετά το τρέξιμο.
Ella tiene una lesión en la anca.
Η λέξη "anca" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε αρκετές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλα ουσιαστικά, ωστόσο υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τον γλουτό ή την κίνηση:
Π.χ.: Ella siempre saca la anca cuando está con sus amigos. (Αυτή πάντα επιδεικνύει τον εαυτό της όταν είναι με τους φίλους της.)
Echarse la anca
Η λέξη "anca" προέρχεται από τα λατινικά "anca", που επίσης σημαίνει γλουτός ή φάρος.