"Ancestral" είναι επίθετο.
/ansesˈtɾal/
Η λέξη "ancestral" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τους προγόνους ή τη γενεαλογία. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει παραδόσεις, πολιτισμούς ή χαρακτηριστικά που έχουν διατηρηθεί από προηγούμενες γενιές. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε πλαίσια που σχετίζονται με την ιστορία, την αγροτική ζωή, ή τη νομική κληρονομιά.
Η προγονική κληρονομιά αυτής της οικογένειας είναι πολύ πλούσια.
Las tradiciones ancestrales deben ser preservadas.
Οι προγονικές παραδόσεις πρέπει να διατηρηθούν.
El árbol genealógico revela conexiones ancestrales sorprendentes.
Η λέξη "ancestral" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Η πολιτιστική κληρονομιά αυτής της περιοχής είναι εκπληκτική.
Sabiduría ancestral
Η παραδοσιακή γνώση των αυτόχθονων λαών είναι πολύτιμη.
Raíces ancestrales
Η λέξη "ancestral" προέρχεται από το λατινικό "ancestralis", το οποίο έχει τις ρίζες του στη λέξη "ancestor" (προπάτορας).
Συνώνυμα: κληρονομικός, προγονικός, παραδοσιακός.
Αντώνυμα: σύγχρονος, μοντέρνος.