ancestral - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ancestral (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"Ancestral" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/ansesˈtɾal/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "ancestral" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τους προγόνους ή τη γενεαλογία. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει παραδόσεις, πολιτισμούς ή χαρακτηριστικά που έχουν διατηρηθεί από προηγούμενες γενιές. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε πλαίσια που σχετίζονται με την ιστορία, την αγροτική ζωή, ή τη νομική κληρονομιά.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La herencia ancestral de esta familia es muy rica.
  2. Η προγονική κληρονομιά αυτής της οικογένειας είναι πολύ πλούσια.

  3. Las tradiciones ancestrales deben ser preservadas.

  4. Οι προγονικές παραδόσεις πρέπει να διατηρηθούν.

  5. El árbol genealógico revela conexiones ancestrales sorprendentes.

  6. Το γενεαλογικό δέντρο αποκαλύπτει εκπληκτικές προγονικές συνδέσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ancestral" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Cultura ancestral
  2. Αναφέρεται στη "πολιτιστική κληρονομιά" που μεταφέρεται από τους προγόνους.
  3. Η πολιτιστική κληρονομιά αυτής της περιοχής είναι εκπληκτική.

  4. Sabiduría ancestral

  5. Υποδηλώνει "παραδοσιακή γνώση" που έχει μεταδοθεί από γενιά σε γενιά.
  6. Η παραδοσιακή γνώση των αυτόχθονων λαών είναι πολύτιμη.

  7. Raíces ancestrales

  8. Αναφέρεται στις "ρίζες" ή τις "καταγωγές" ενός ατόμου.
  9. Οι ρίζες της οικογένειάς μου είναι προγονικές και φτάνουν αιώνες πίσω.

Ετυμολογία

Η λέξη "ancestral" προέρχεται από το λατινικό "ancestralis", το οποίο έχει τις ρίζες του στη λέξη "ancestor" (προπάτορας).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: κληρονομικός, προγονικός, παραδοσιακός.

Αντώνυμα: σύγχρονος, μοντέρνος.



23-07-2024