Ρήμα
/ˈantʃo/
Η λέξη "ancho" σημαίνει "φαρδύς" ή "ευρύς". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει μεγαλύτερη από την κανονική διάσταση πλάτους, όπως ένα αντικείμενο, ένας δρόμος ή ένας χώρος. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα των Ισπανικών και μπορεί να απαντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον προφορικό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις: - El río es muy ancho. - (Ο ποταμός είναι πολύ φαρδύς.)
Η λέξη "ancho" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, οι οποίες μπορούν να προσδώσουν διαφορετικές σημασίες ανάλογα με το πλαίσιο.
Ιδιωματικές προτάσεις: - Estar en aguas anchas. - (Βρίσκομαι σε εύκολες συνθήκες.)
(Κάνω εκτενή χρήση.)
Tener espacio ancho para crecer.
(Έχω άπλο χώρο για να μεγαλώσω.)
Ser ancho de espaldas.
Η λέξη "ancho" προέρχεται από τα λατινικά "amplĭus", που σημαίνει ευρύς ή εκτενής. Εξακολουθεί να διατηρεί τη σημασία της σχετικά με το πλάτος.
Συνώνυμα: - amplio (ευρύς) - extenso (εκτενής)
Αντώνυμα: - estrecho (στενός) - angosto (μικρός/στενός)