Anchura είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /anˈtʃu.ɾa/
Η λέξη anchura αναφέρεται στο πλάτος, την ευρυχωρία ή το εύρος ενός αντικειμένου ή χώρου. Χρησιμοποιείται ευρέως στους τομείς της αρχιτεκτονικής, της μηχανικής και της καθημερινής γλώσσας.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια. Χρησιμοποιείται και στον προφορικό αλλά και στο γραπτό λόγο, αν και συχνά συναντάται πιο πολύ σε τεχνικά ή επίσημα κείμενα.
La anchura de este puente es suficiente para dos coches.
(Το πλάτος αυτής της γέφυρας είναι επαρκές για δύο αυτοκίνητα.)
Necesitamos medir la anchura de la sala antes de comprar los muebles.
(Πρέπει να μετρήσουμε την ευρυχωρία της αίθουσας πριν αγοράσουμε τα έπιπλα.)
Η λέξη anchura δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με το πλάτος ή την ευρυχωρία:
"Buscar la anchura necesaria para el nuevo proyecto."
(Να ψάξουμε για την ευρυχωρία που χρειάζεται για το νέο έργο.)
"La anchura de las posibilidades es infinita."
(Η πλάτος των δυνατοτήτων είναι απεριόριστο.)
"Con un poco más de anchura, podemos agregar más muebles."
(Με λίγο παραπάνω πλάτος, μπορούμε να προσθέσουμε περισσότερα έπιπλα.)
Η λέξη anchura προέρχεται από το λατινικό "latitudo", το οποίο σημαίνει "πλάτος".
Συνώνυμα: - amplitud (πλάτος) - extensión (έκταση)
Αντώνυμα: - estrechez (στενότητα) - limitación (περιορισμός)