Η λέξη "anciano" είναι επίθετο (adjetivo) στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /anˈsjano/
Η λέξη "anciano" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που είναι ηλικιωμένο ή σχετίζεται με την τρίτη ηλικία. Μπορεί να έχει και μια αρχαία έννοια που υποδηλώνει κάτι που έχει υπάρξει για πολύ καιρό ή είναι παλαιό. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε γραπτά κείμενα, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο με συχνότητα.
Ο ηλικιωμένος της γειτονιάς πάντα διηγείται συναρπαστικές ιστορίες.
Es importante cuidar a los ancianos en nuestra sociedad.
Είναι σημαντικό να φροντίζουμε τους ηλικιωμένους στην κοινωνία μας.
El anciano recuerda su juventud con nostalgia.
Η λέξη "anciano" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα για να δείξει σεβασμό ή σοφία. Εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
Οι ηλικιωμένοι είναι τα βιβλία της ζωής.
"No hay respeto sin ancianos."
Δεν υπάρχει σεβασμός χωρίς ηλικιωμένα άτομα.
"Los consejos de un anciano son tesoros."
Οι συμβουλές ενός ηλικιωμένου είναι θησαυροί.
"La experiencia de los ancianos es invaluable."
Η εμπειρία των ηλικιωμένων είναι ανεκτίμητη.
"Los ancianos son la memoria de nuestra historia."
Η λέξη "anciano" προέρχεται από το λατινικό "anteanus," που σημαίνει "πριν" ή "παλαιότερος." Η ρίζα της αναφέρεται σε ηλικία και εμπειρία.
Συνώνυμα: - viejo - mayor - senil
Αντώνυμα: - joven - niño - adolescente