ancla: ουσιαστικό (feminine noun)
/ˈaŋ.kla/
Η λέξη ancla αναφέρεται κυρίως σε ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να κρατά ένα πλοίο ή μια βάρκα σταθερή στο νερό. Χρησιμοποιείται ευρέως στον ναυτιλιακό τομέα. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη ενδέχεται να χρησιμοποιείται και σε πιο μεταφορικές έννοιες, αναφερόμενη σε κάτι που προσφέρει ασφάλεια ή σταθερότητα. Έχει μέτρια έως υψηλή συχνότητα χρήσης και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
Η άγκυρα του πλοίου είναι πολύ βαριά.
Necesitamos lanzar la ancla para detener el barco.
Η λέξη ancla δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες μεταφορές. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
(Σημαίνει να είσαι το στήριγμα ή η υποστήριξη για την ομάδα.)
Anclar mis pensamientos.
Η λέξη ancla προέρχεται από τη λατινική λέξη ancora, που σημαίνει "άγκυρα". Η έννοια της σταθερότητας και της ασφάλειας συνεχίζεται στην εξέλιξη της χρήσης της.
Συνώνυμα: - Carga (βάρος) - Lastre (βάρος που χρησιμοποιείται για να παρέχει σταθερότητα)
Αντώνυμα: - Flote (να επιπλέει) - σε ένα μεταφορικό επίπεδο, αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι σταθερό.