Η λέξη "anclaje" είναι ουσιαστικό.
/ˈaŋ.kla.xe/
Η λέξη "anclaje" αναφέρεται στη διαδικασία ή τη μέθοδο με την οποία κάτι στερεώνεται ή αγκυρώνεται, συνήθως σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή επιφάνεια. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ναυτική και η αρχιτεκτονική. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται σχετικά πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και προφορικά σε τεχνικές συνομιλίες.
El anclaje de la embarcación es fundamental para su estabilidad en el agua.
(Η αγκύρωση του σκάφους είναι θεμελιώδους σημασίας για τη σταθερότητά του στο νερό.)
En la construcción, se utiliza el anclaje para fijar las estructuras de manera segura.
(Στην κατασκευή, χρησιμοποιείται η στερέωση για να ασφαλίσει τις κατασκευές με ασφάλεια.)
Η λέξη "anclaje" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε τεχνικά ή ναυτικά συμφραζόμενα:
"Un buen anclaje asegura el funcionamiento del sistema."
(Μια καλή αγκύρωση εξασφαλίζει τη λειτουργία του συστήματος.)
"El anclaje emocional es esencial para las relaciones sanas."
(Η συναισθηματική αγκύρωση είναι απαραίτητη για υγιείς σχέσεις.)
"El anclaje de ideas fuertes puede llevar al éxito."
(Η αγκύρωση ισχυρών ιδεών μπορεί να οδηγήσει στην επιτυχία.)
Η λέξη "anclaje" προέρχεται από το ρήμα "anclar", το οποίο σημαίνει "να αγκιστρώνω" ή "να αγκυρώνω". Το "anclaje" είναι το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας, δηλαδή η πράξη της αγκύρωσης.
Συνώνυμα: - Fijación (στερέωση) - Sujeción (κρατήματα)
Αντώνυμα: - Desanclaje (απογείωση) - Liberación (απελευθέρωση)