Η λέξη "anclar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των σκαφών και της ναυτιλίας. Σημαίνει την ενέργεια της τοποθέτησης μιας άγκυρας στο βυθό για να σταθεροποιηθεί ένα σκάφος σε μια συγκεκριμένη θέση. Χρησιμοποιείται συχνά σε ναυτικές συζητήσεις και μπορεί επίσης να έχει διάφορες μεταφορικές σημασίες, όπως το να σταθεροποιείς κάτι ή να το διασφαλίσεις. Η χρήση της είναι πιο συνήθης στο γραπτό πλαίσιο, αν και εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
El barco se ancla en la bahía para pasar la noche.
(Το σκάφος αγκυρώνει στην παραλία για να περάσει τη νύχτα.)
Es importante anclar la embarcación en aguas profundas durante una tormenta.
(Είναι σημαντικό να αγκυρώσεις το σκάφος σε βαθιά νερά κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας.)
Decidimos anclar antes de que el viento aumentara.
(Αποφασίσαμε να αγκυρώσουμε πριν ο άνεμος δυναμώσει.)
Η λέξη "anclar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως μεταφορικά για να δηλώσει σταθερότητα ή ασφάλεια.
Anclar en la realidad.
(Να αγκυρωθείς στην πραγματικότητα.)
Χρησιμοποιείται για να εννοήσει κανείς ότι πρέπει να προσαρμοστεί σε μια πραγματικότητα ή κατάσταση.
No hay que anclarse en el pasado.
(Δεν πρέπει να αγκυρωθείς στο παρελθόν.)
Σημαίνει ότι δεν πρέπει να κολλάς σε προηγούμενες εμπειρίες ή γεγονότα.
El proyecto se ancló en buenas bases.
(Το έργο αγκυρώθηκε σε καλές βάσεις.)
Δηλώνει ότι κάτι έχει θεμελιωθεί σωστά και έχει σταθερές βάσεις.
Estamos anclados entre varias decisiones.
(Είμαστε αγκυρωμένοι ανάμεσα σε πολλές αποφάσεις.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος δεν μπορεί να αποφασίσει και είναι σε ένα σημείο αβεβαιότητας.
Η λέξη "anclar" προέρχεται από το λατινικό "ancorare", το οποίο σημαίνει "να βάλεις άγκυρα". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την άγκυρα ως εργαλείο ναυσιπλοΐας.