andadura: ουσιαστικό (feminine noun)
[an.ðaˈu.ɾa]
Η λέξη andadura χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει μια πορεία ή μια διαδρομή, συνήθως με την έννοια της κίνησης ή της προόδου σε ένα συγκεκριμένο ταξίδι ή αποστολή. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφέρεται σε έναν ταξίδι πεζοπορίας ή σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν περπάτημα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, ιδίως σε περιγραφές ταξιδιών ή εξορμήσεων στη φύση.
La andadura por el bosque fue inolvidable.
(Η πορεία μέσα στο δάσος ήταν αξέχαστη.)
Hicimos una andadura de tres horas en la montaña.
(Κάναμε μια διαδρομή τριών ωρών στο βουνό.)
Su andadura en el mundo de la música ha sido impresionante.
(Η πορεία του στον κόσμο της μουσικής έχει υπάρξει εντυπωσιακή.)
Η λέξη andadura χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Empezar una andadura.
(Να ξεκινήσεις μια πορεία – αναφέρεται κυρίως στην εκκίνηση ενός νέου έργου ή επιχείρησης.)
Andadura sin rumbo.
(Πορεία χωρίς προορισμό – αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάτι προχωρά χωρίς σαφή στόχο.)
Culminar una andadura.
(Να ολοκληρώσεις μια πορεία – νόημα που μεταφέρει την ολοκλήρωση ενός έργου ή ενός στόχου.)
Una andadura llena de obstáculos.
(Μια πορεία γεμάτη εμπόδια – αναφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας.)
Andadura a contracorriente.
(Πορεία ενάντια στο ρεύμα – αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάποιος προσπαθεί να προχωρήσει σε αντίθεση με τις γενικές τάσεις ή συνθήκες.)
Η λέξη andadura προέρχεται από το ρήμα "andar", που σημαίνει "περπατώ". Συνδυάζει την έννοια του πορευόμενου ή του μετακινούμενου με τη διαδικασία ή την πορεία που αναλαμβάνει κάποιος.
Συνώνυμα: - trayecto (διαδρομή) - camino (μονοπάτι)
Αντώνυμα: - detención (στάθμευση) - parón (παύση)