Το "andino" είναι επίθετο.
/andyˈno/
Η λέξη "andino" αναφέρεται συνήθως σε οτιδήποτε σχετίζεται με τις Άνδεις, μια οροσειρά στη Νότια Αμερική. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει πληθυσμούς, πολιτισμούς, γεωγραφικά χαρακτηριστικά και προϊόντα που προέρχονται από αυτήν την περιοχή. Στη γλώσσα των Ισπανών, η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γεωγραφικές και πολιτιστικές αναφορές.
Χρήση: Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο, ειδικά σε ακαδημαϊκά και πολιτιστικά συμφραζόμενα.
El pueblo andino tiene una rica tradición cultural.
(Η ανδεώτικη κοινότητα έχει μια πλούσια πολιτιστική παράδοση.)
Las montañas andinas son impresionantes en su belleza.
(Οι ανδεώτικες βουνά είναι εντυπωσιακές στην ομορφιά τους.)
La música andina es conocida por sus instrumentos únicos.
(Η ανδεώτικη μουσική είναι γνωστή για τα μοναδικά της όργανα.)
Η λέξη "andino" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με την περιοχή:
Alimentos andinos
(Ανδεώτικα τρόφιμα)
Los alimentos andinos son ricos en nutrientes.
(Τα ανδεώτικα τρόφιμα είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά.)
Cultura andina
(Ανδεώτικη κουλτούρα)
La cultura andina es muy diversa y fascinante.
(Η ανδεώτικη κουλτούρα είναι πολύ διαφορετική και συναρπαστική.)
Países andinos
(Ανδεώτικες χώρες)
Los países andinos incluyen a Perú, Bolivia y Ecuador.
(Οι ανδεώτικες χώρες περιλαμβάνουν το Περού, τη Βολιβία και το Εκουαδόρ.)
Η λέξη "andino" προέρχεται από το "Andes", που είναι η ονομασία της οροσειράς, συνδυασμένο με το κατάληξη "-ino", που υποδηλώνει προέλευση ή σχέση.
Συνώνυμα: - Montañés (ορεινός) - Sudamericano (Νότιος Αμερικανός)
Αντώνυμα: - Costero (παραθαλάσσιος) - Urbano (αστικός)