Η λέξη "andrajo" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα διεθνή φωνητικά αλφάβητο είναι: [anˈdɾaxo]
Η λέξη "andrajo" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - ράκος - κουρέλι - απομεινάρι
Η λέξη "andrajo" αναφέρεται σε κομμάτια υφάσματος, ρούχα ή άλλα αντικείμενα που έχουν γίνει παλιατζίδικα ή είναι σε κακή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που είναι φθαρμένο ή άχρηστο. Στα ισπανικά, μπορεί να έχει και μια υποτιμητική χροιά όταν αναφέρεται σε άτομα ή πράγματα που δεν είναι σε καλή κατάσταση, τόσο φυσικά όσο και κοινωνικά. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε προφορικό λόγο.
«Ο σκύλος κρατούσε ένα παλιό κουρέλι στο στόμα.»
"No quiero vestir más ese andrajo."
«Δεν θέλω να ντυθώ ξανά με αυτό το ράκος.»
"En el refugio encontramos andrajos que servían de abrigo."
Η λέξη "andrajo" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αποδίδουν μια εικόνα ή συναίσθημα. 1. "Vivir como un andrajo." - «Ζεις σαν ένα κουρέλι.» (Ως μεταφορά για μια ζωή σε άθλιες συνθήκες.)
«Να πετάξεις ένα ράκος.» (Για να υποδηλώσει την απόρριψη κάποιου που είναι άχρηστος ή σε κακή κατάσταση.)
"Andar como un andrajo."
«Περπατώ σαν ένα κουρέλι.» (Για να περιγράψει έναν άνθρωπο που φαίνεται γερασμένος ή σε κακή κατάσταση.)
"Merecer un andrajo."
«Να αξίζεις ένα ράκος.» (Για να υποδείξει ότι κάποιος δεν έχει αξία.)
"No seas un andrajo."
Η προέλευση της λέξης "andrajo" είναι πιθανόν γαλλική ή από άλλες ρομανικές γλώσσες και σχετίζεται με την έννοια του κατεστραμμένου ή του φθαρμένου υφάσματος.
Συνώνυμα: - Rífle (κουρέλι) - Trapo (πανί)
Αντώνυμα: - Prenda (ρούχο) - Vestido (ένδυμα)