Η λέξη "andrajoso" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "andrajoso" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /andɾaˈxo.so/
Η λέξη "andrajoso" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι ακανόνιστος, παράξενος ή σπάνιος. Χρησιμοποιείται συχνά για να αναδείξει την αποκλίνουσα φύση ενός αντικειμένου ή φαινομένου. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο.
La escultura tenía un diseño andrajoso que sorprendió a todos.
(Η γλυπτική είχε ένα ακανόνιστο σχέδιο που εξέπληξε όλους.)
Su comportamiento es andrajoso en situaciones sociales.
(Η συμπεριφορά του είναι παράξενη σε κοινωνικές καταστάσεις.)
El paisaje era andrajoso, pero tenía su propia belleza.
(Το τοπίο ήταν ακανόνιστο, αλλά είχε την δική του ομορφιά.)
Η λέξη "andrajoso" δεν είναι πολύ συχνά παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε λαϊκές φράσεις που τονίζουν την ακανόνιστη ή παράξενη φύση κάποιου.
Vivir en un mundo andrajoso.
(Να ζεις σε έναν παράξενο κόσμο.)
Tener pensamientos andrajosos.
(Να έχεις παράξενες σκέψεις.)
Un estilo de vida andrajoso.
(Ένας ακανόνιστος τρόπος ζωής.)
Η λέξη "andrajoso" προέρχεται από τη ρίζα "andrajo," που αναφέρεται σε παλαιά ή κατεστραμμένα ρούχα. Έτσι, η σημασία της μεταφέρθηκε σε κάτι που είναι ακανόνιστο ή σπάνιο.
Συνώνυμα: - irregular (ανώμαλος) - extraño (παράξενος) - raro (σπάνιος)
Αντώνυμα: - regular (κανονικός) - común (συνηθισμένος) - normal (κανονικός)