Το "anegar" είναι ρήμα.
[aneˈɣaɾ]
Η λέξη "anegar" σημαίνει να προκαλέσει πλημμύρα ή να γεμίσει κάτι με νερό, σε σημείο που να επηρεάσει την κανονική του κατάσταση. Χρησιμοποιείται σε πολλά πλαίσια, τόσο σε φυσικά φαινόμενα (π.χ. πλημμύρες) όσο και μεταφορικά (π.χ. "κατακλύζω από συναισθήματα"). Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο.
La lluvia anegó las calles de la ciudad.
(Η βροχή πλημμύρισε τους δρόμους της πόλης.)
El río se desbordó y anegó varias aldeas cercanas.
(Ο ποταμός υπερχείλισε και πλημμύρισε πολλά κοντινά χωριά.)
La tristeza anegó su corazón tras la noticia.
(Η θλίψη κατέκλυσε την καρδιά του μετά την είδηση.)
Ο όρος "anegar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές:
"Cuando veo fotos de mi infancia, me anego de recuerdos."
(Όταν βλέπω φωτογραφίες από την παιδική μου ηλικία, πλημμυρίζω από αναμνήσεις.)
Anegar en preocupaciones
(Πλημμυρισμένος από ανησυχίες)
"Se anega en preocupaciones que no puede controlar."
(Πλημμυρίζεται από ανησυχίες που δεν μπορεί να ελέγξει.)
Anegar de amor
(Πλημμυρισμένος από αγάπη)
Η λέξη "anegar" προέρχεται από το ισπανικό ουσιαστικό “agua” (νερό) και συσχετίζεται με τη λατινική ρίζα “inundare”, που σημαίνει "να πλημμυρίσει".
Συνώνυμα: - Inundar (πλημμυρίζω) - Sumergir (βυθίζω)
Αντώνυμα: - Secar (να στεγνώσει) - Desaguar (να αποστραγγίσει)