Η λέξη "anemia" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "anemia" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /aˈne.mia/.
Η "anemia" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου το αίμα έχει χαμηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα αιμοσφαιρίνης ή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μειωμένη ικανότητα του αίματος να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς. Η αναιμία μπορεί να προκύψει από διάφορες αιτίες, όπως ανεπάρκεια σιδήρου, χρόνιες ασθένειες ή γενετικές διαταραχές. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική για να περιγράψει αυτή την κατάσταση και είναι αρκετά κοινή.
Η λέξη "anemia" χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Η αναιμία μπορεί να προκαλέσει κόπωση και αδυναμία.
Es importante diagnosticar la anemia a tiempo para evitar complicaciones.
Είναι σημαντικό να διαγνωστεί η αναιμία εγκαίρως για να αποφευχθούν επιπλοκές.
Los médicos recomiendan una dieta rica en hierro para tratar la anemia.
Η λέξη "anemia" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική, ωστόσο, χρησιμοποιείται σε ορισμένες φράσεις για να περιγράψει έννοιες σχετικές με αδυναμία ή έλλειψη.
Το να έχεις αναιμία σημαίνει να ζεις με λιγότερη ενέργεια.
La anemia emocional puede afectar tu salud física.
Η συναισθηματική αναιμία μπορεί να επηρεάσει την σωματική σου υγεία.
A veces, la anemia social se presenta en personas muy introvertidas.
Η λέξη "anemia" προέρχεται από τα ελληνικά "ἀνεμία" (anemia), που σημαίνει "χωρίς αίμα," παρ' ότι η πιο τεχνική ρίζα είναι το "α-" (χωρίς) και το "αἷμα" (αίμα).
Συνώνυμα: - Υπογλυκαιμία (αν και τεχνικά δεν είναι ακριβώς το ίδιο, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί)
Αντώνυμα: - Ευαισθησία (στο πλαίσιο της υγείας και της ευφορίας)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "anemia" στο πλαίσιο της ισπανικής γλώσσας.