Το "anexionar" είναι ρήμα (verb) στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "anexionar" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /a.nex.joˈnaɾ/.
Η λέξη "anexionar" σημαίνει να προσαρτήσω ή να καταλάβω μια περιοχή, κυρίως από πολιτική ή στρατιωτική άποψη. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα όταν αναφερόμαστε σε χώρες που καταλαμβάνουν εδάφη ή περιοχές άλλων κρατών.
Στη γλώσσα Ισπανικά, το "anexionar" χρησιμοποιείται συνήθως σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε πολιτικές, ιστορικές ή στρατηγικές συζητήσεις.
Η χώρα αποφάσισε να προσαρτήσει το γειτονικό έδαφος.
Durante la guerra, muchos países intentaron anexionar nuevas tierras.
Εφόσον η λέξη "anexionar" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, παρακάτω παρατίθενται ορισμένες.
Προσαρτώ ιστορικά εδάφη.
Algunos intentos de anexionar la isla resultaron en conflicto.
Ορισμένες απόπειρες προσάρτησης του νησιού κατέληξαν σε σύγκρουση.
El sueño de anexionar los pueblos era antiguo.
Το όνειρο της προσάρτησης των χωριών ήταν αρχαίο.
Anexionar regiones no siempre es bien visto en el ámbito internacional.
Η λέξη "anexionar" προέρχεται από το λατινικό "anexio", που σημαίνει "προσαρτώ", και είναι σύνθετη λέξη από το "ad-" (προς) και "nexio" (σύνδεση, ένωση).
Adherir (κολλάω)
Αντώνυμα: