Το "anexo" είναι ένα επίθετο και επίσης χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "anexo" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /aˈnek.so/.
Η λέξη "anexo" αναφέρεται σε κάτι που είναι συνημμένο ή προστίθεται ως συμπλήρωμα σε ένα έγγραφο ή ένα σχέδιο. Στα νομικά και οικονομικά πεδία, χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει έγγραφα που προστίθενται σε άλλες συμβάσεις ή αναφορές.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αν και είναι πιο συχνή σε επίσημα έγγραφα και συμβάσεις.
El informe incluye un anexo con los datos financieros de la empresa.
(Η αναφορά περιλαμβάνει ένα συνημμένο με τα οικονομικά δεδομένα της επιχείρησης.)
En el contrato hay un anexo que detalla las condiciones de la oferta.
(Στη σύμβαση υπάρχει ένα συνημμένο που αναλύει τους όρους της προσφοράς.)
Η λέξη "anexo" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά, κυρίως σε νομικά και οικονομικά πλαίσια.
Se adjuntó un anexo a la propuesta para mayor claridad.
(Συνημμένο προστέθηκε στην πρόταση για μεγαλύτερη σαφήνεια.)
El documento principal debe estar acompañado de su anexo correspondiente.
(Το κύριο έγγραφο πρέπει να συνοδεύεται από το αντίστοιχο συνημμένο.)
Al finalizar el proyecto, se presentó un anexo con recomendaciones.
(Στο τέλος του έργου, κατατέθηκε ένα συνημμένο με συστάσεις.)
Cada anexo debe ser firmado por las partes involucradas.
(Κάθε συνημμένο πρέπει να υπογραφεί από τα εμπλεκόμενα μέρη.)
Η λέξη "anexo" προέρχεται από το λατινικό "anexus", που σημαίνει «συνδεδεμένος» ή «συνημμένος».
Συνώνυμα: - adjunto - complemento - apéndice
Αντώνυμα: - principal - independiente - aislado